bleeding edge
 

| Πασήμι Κεφάλ(ου?) . ῎Εσχ(αμεν) ὑπ(ὲρ) ἐνοικ(ίου) κ (ἔτους) | ἀ(πὸ) Κεφάλ(ου) κτλ. W., A IV 480. zustimmend Mitteis, briefl. (laut Orig.).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #