bleeding edge
 

ἀπολημψό|[μενοι ἐξ ἴσου κατὰ τὸ τ]ρίτον → wohl ἀπολημψό|[μεθα κατὰ τὸ τ]ρίτον, D. Hagedorn, P. Heid. 5 S. 363, Anm. 41.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #