bleeding edge
 

[Μετὰ τὴν ὑπατείαν τῶν δεσποτῶν ἡμῶν | Οὐάλεντος Αὐγούστου τὸ ϛ′ καὶ Οὐαλεν|τιν]ειανοῦ [νέου αἰωνίου] Αὐγούστου καὶ […….|…] αυ.ο.[ τὸ β′] vacat (B.L. 7, S. 79; vgl. aber auch B.L. 8, S. 170 und 9, S. 123) → [῾Υπατείας - - - Φλαουίου] | [᾽Ιοβ]ειανοῦ [τοῦ ….. ] Αὐγούστου καὶ [τοῦ παιδὸς (?)] | [Φλ]αυ[ί]ο[υ Οὐαρρωνειανοῦ] vacat, C. Zuckerman, Z.P.E. 100 (1994), S. 203.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #