bleeding edge
 

῾Ομολογεῖ | [Αὐρ(ηλία)] Θαῆσις κτλ. Nachher ἀναγραφο] | [μέν]η ἐν κώμῃ Πεενάμει, ώς ἐτῶν κτλ. Pr. (vgl. S. B. Nr. 4370).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #