bleeding edge
 

[ ± 40]. εις̣ αὐτήν → wohl [ἐπειδὴ oder ὅτε ἅνδρας ῞Ελληνας, ἀπῴκισε]ν̣ εἰς αὐτήν (scil, τὴν πατρίδα), P. Würzb., S. 62, Anm. 5.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #