bleeding edge
 

[δουκὸς καὶ αὐγουσταλίου (B.L. 7, S. 5) → [πατρικίου (oder ἀπὸ ὑπάτων) δουκὸς καὶ αὐγουσταλίου (oder κυαίστορος oder δεκουρίωνος, oder ἀπὸ δουκῶν καὶ αὐγουσταλίων), J. Gascou, Chr.d’Ég. 59 (1984), S. 339 und Anm. 2.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #