bleeding edge
 

→ καὶ] | ἐ̣[γκ]εκλεισ̣μέν̣ω̣ν [εἰς δημόσιον] | θησαυρὸν πυροῦ [ἀρταβῶν γενήμα]|τος

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #