bleeding edge
 

πρ(άκτορος) ἀργ(υρικῶν) → πρ(ακτορίας) ἀργ(υρικῶν), ,,Geldsteuerhebung", B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 242, Anm. 105.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #