bleeding edge
 

σιτολ(όγοις) Ἄνω τοπ[αρ]χ[ί]α[ς] | χαίρειν → wohl σιτολ(όγοις) Ἄνω τοπ(αρχίας) Σ̣κ̣[ὼ] τ̣ό̣π̣(ων) | χαίρειν (nach dem Photo), P. Soc.Com. 6. 17, Anm. zu Z. 10-11.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #