bleeding edge
 

ἄλλως πως διαφθαρ[ῆ]ν̣α̣ι̣, μ̣ [ὴ] | προσδεῖαθαι τὸν ᾽ιούλιον [Γερμανὸν] | [……… ἀ]γορασ[(?)] | κτλ. Hunt, briefl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #