bleeding edge
 

Διέστ(αλκεν) (πυροῦ) γενήμ(ατος) κτλ. Sodann: διάστιλόν μοι τὴν <ἀρτάβην α> ἐπ᾽ ὀνόματος κτλ. Preisigke, Girowesen S. 130. Preisigke, Girowesen S. 131.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #