bleeding edge
 

| ἀ [π᾽ ῞Ο]ουδαίω̣ [ν] εἱρη[μ]ένων (= ἡιρημένων) καὶ | ῾Ελλήνων ἀ[κλ]ηρονομή των περὶ | Τετάφου κτλ. Crönert, Stud. Pal. IV S. 94.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #