bleeding edge
 

L. τοῖς [οὐσι προσδέξασθαι αὐτὸ]ν̣ ἰς τοὺς |25 [ἐφήβους, ἵν῾ ὦ πεφιλανθρ]ωπ̣(ημένη), ebenso.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #