bleeding edge
 

ἀργυ(ρικῶν) | μη̣[τροπ(όλεως)] Πλατ(είας) ᾽αμόις κτλ. (Ergänze ἀμφόδου zu Πλατ(είας), vgl. P. Oxy. X 1267, Hunt, briefl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #