bleeding edge
 

᾽Οξυρυγχ[είτηι ἐκ τοῦ ἰδίου λόγ(ου) ἀπὸ] | ὑπολόγου κτλ. Wilcken, P. Oxy. IX 1188, 19 Anm.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #