bleeding edge
 

κλήρου (ἀρουρῶν) κς (ἡμίσους) καὶ ἐκ τ(οῦ) Παιδιέως | κλῆρου (ἀρουρῶν) γ (ἡμίσους), γ(ίνονται) κτλ. Pr.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #