bleeding edge
 

ἀλλὰ διεπέμψα(ντο) ἀναφόριο(ν), καὶ ἑαυτὸν δὲ ἐν νόσωι γενόμ[ενον δι]απεπόμ|φθαι ἀναφόριον κτλ. W., A III 532.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #