bleeding edge
 

ὁμολογο(ῦμεν ?) κοιν(ῶς) |…τ̣ων → wohl ὁμολ (ογοῦμεν). Τὸ κοιν(ὸν) | [τῶν αὐ]τῶν, P. Oxy. 16. 1979, Anm.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #