bleeding edge
 

καὶ ἔληγες εκισαμενον (?) → καὶ πληγε͂ς ἐκισάμενον (l. πληγαῖς αἰκισάμενον), P. Oxy. 61. 4122, zu Z. 10-11.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #