bleeding edge
 

᾽Ερμίνου κα̣ι̣νοπ( ) (δραχμὰς) ιβ. Α̣ὐ̣(ρήλιος) Πάρ̣ι̣ς σ̣ε̣σ̣η̣(μείωμαι). | κτλ. Sch., P. gr. Berol. 37c.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #