bleeding edge
 

[ δακτυλ]ήδια λίθον (= λίθων) διαφόρων κτλ. Nachher: χ[ρυσοῦ νο(μισματίων)] | δέκα τριῶν κτλ. Wessely, Wochschr. klass. Phil. 1914, 1397.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #