bleeding edge
 

Αὐρηλ (ίῳ) ᾽Α [π]ιανῷ ἐξηγ(ητεύσαντι) βουλ(ευτῇ) τῆς λαμ(προτάτης) πόλ(εως) τῶν ᾽Αλεξ(ανδρέων) κ̣(αὶ) ὡς χ ρη(ματίζει) | π (αρὰ)Αὐρηλίου Εἰρηναίου φροντιστοῦ Εὐημερείας. | Λόγος λήμματος καὶ ὰναλ(ώματος) τοῦΦαρμοῦθι κτλ. Vitelli briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #