bleeding edge
 

βρέφος ἔτεκεν | ὡς ὕ̣σ̣τ̣ε̣ρ̣[ον] | κα̣τ̣έμαθον, οὐκ εὐδὼς (= εἰδὼς) τότε κτλ. Pr.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #