bleeding edge
 

καρποῦ | [τὰ μὲν κατα] πατηθέντα κτλ. Nachher: τὰ δὲ [π]αρωθέ̣ν̣τα κτλ. W., A V 449. B. Keil mündl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #