bleeding edge
 

→ [(γίνονται) (δρ.) σνβ (γίνονται) ᾽Αμζ | καὶ μισ]θ̣ίοις, T. Reekmans, Chr.d’Ég. 73 (1998), S. 307 und Anm. 30-33.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #