bleeding edge
 

(γίνονται) [(δραχμαὶ)] κ | Λαμ̣ . . . . α . → (γίνονται) [(δραχμαὶ)] κ προ(σδιαγραφόμενα) | χαλκοῦ ὀβολ(οὶ) δέκα, P. Mich. 15, S. 23, Anm. 10 (am Original geprüft von J. Schwartz); vgl. aber auch P. Mich. 15, S. 23, Anm. 6.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #