bleeding edge
 

| [ἐπερώτησέν τε Εἰρηναῖος(?) ὁ] πριάμενος, ὡμολόγησεν Δίδυμος κτλ. Mitteis, Zschr. Sav. 1911 S. 368 Anm. 1.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #