bleeding edge
 

ἀπαιτοῦντι [[πα]] | διαγέγραμα(?) (= διαγέγραφα) καὶ ὕσα̣[…………]κρι[.]ν ἐκ τῶ̣[ν] κτλ. Sch. briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #