bleeding edge
 

Βασίλιο(ς) [sic] στοιχ(εῖ) → Βασίλειος πρεσβύτερος | στοιχ(εῖ), N. Gonis, Z.P.E. 147 (2004), S. 160, Anm. 10.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #