bleeding edge
 

L. κτηνμ[άτων ἢ] | ἄλλα φυλόμε(νον) [= φηλούμενον)· ἄν τε μὴ πα[ράσχηται], K. F. W. Schmidt, Philol. Wochenschrift 44 (1924), 701.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #