bleeding edge
 

θή[λειαν] | καὶ ἕνα ὑπὸ τὴν ταύτην πῶλον | μυόχρου → θήλ̣ε̣ι̣α̣ν̣ [λευ]|κὴ (l. λευκὴν) ἕνα (l. μίαν) καὶ τὸν (aus πῶλον) ταύτην (l. ταύτης) πῶλον ἅ̣[ρσεν]|ον μυόχρου (nach einem Photo und am Original geprüft von H. Harrauer und K.A. Worp), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 45 (1982), S. 178, Anm. 6.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #