bleeding edge
 

→ [± 14 ] . μάτω̣ν̣ . . . . ἕν, ὅ<ν>περ οἷνον̣ π̣α̣ρ̣ὰ̣ | [ληνὸν ἀπὸ γλεύ]κ̣ους ἀ̣δ̣ό̣λ̣[ο]υ̣ τῆς σῆ̣ς̣ θαυμασιότ(ητος) | [παρεχούσης τὰ] κ̣[ο]ῦφα ἐ[πάναγ]κ̣ε̣ς̣ ἀ̣π̣ο̣δώσω αὐτῆ̣, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 55 (1984), S. 155.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #