bleeding edge
 

Die Erg. E (ἔτους) → wohl (ἔτους) ς; Σεπτι]μ̣ί̣ο̣υ̣ Σ̣ε̣[ουἡρ]ο̣υ̣ <Εὐσεβοῦς> → Σεπτιμίου Σεουήρο]υ̣ Ε̣ὐ̣σ̣[εβοῦ]ς̣ und Αὐρηλίο̣υ̣ κ̣υρίου → Αὐρηλίου ᾽Αντωνίνου (am Original), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 54 (1984), S. 73.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #