bleeding edge
 

→ wohl [ἐπινεμήσεως ἀνυπερθέτως. ᾽Ανα]δ̣έ̣[χομαι δὲ τὴν | τοῦ οἴνου καλλονὴν καὶ παραμονὴν μέχρι ὅλου | τοῦ Τῦβι μηνὸς - - ] (nach dem Photo), N. Kruit, Z.P.E. 94 (1992), S. 178.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #