bleeding edge
 

→ ωνπερεπειτη[[σ]]ναμαπασαστησεργασιασ|μετασου κτλ. (l. ὦνπερ ἐπὶ τῆς ἀπάσης ἐργασίας μετὰ σοῦ) (nach einem Photo), P. Rainer Cent. 122, 424, Anm. 13.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #