bleeding edge
 

[πυροῦ ἀρταβῶν ?] σκ → [(δραχμῶν) διακοσίων εἴκοσι, (γίνονται)] (δραχμαὶ) σκ, P.J. Sijpesteijn, J.Jur.P. 24 (1994), S. 141.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #