bleeding edge
 

[καὶ ὀχομενί]ου ἀπὸ τ(ῶν) (ἀ̣ρ̣ο̣υ̣ρ̣ῶ̣ν̣) με → [καὶ ὀχομενίου φόρ]ου ἀποτ(άκτου) (πυροῦ ἀρταβῶν) με, P.J. Sijpesteijn, J.Jur.P. 24 (1994), S. 141.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #