bleeding edge
 

Viell. zu erg.: καὶ τ]ῶν ἐκτά|[κτων τῆς πράξεώς σοι] γεινομέν(ης) | [καθάπερ ἐκ δίκης. Κυ]ρ̣[ία] ἡ̣ μίσθωσις. | [(῎Ετους) .(.) Αὐτοκ]ρ̣άτορος, P. Wash.Univ. 2, S. 241.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #