bleeding edge
 

L. βεβαι[ώσει, ἃ καὶ παρέξεσθαι ἀνέπαφα καὶ ἀνενεχύραστα καὶ καθαρὰ ἀπὸ μὲν δημοσίων τελεσμάτων πάντων καὶ οὐσια]|κῶν.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #