bleeding edge
 

→ Πολ(υδευκείας) διο̣ι̣(κήσεως) ἀπ̣ὸ̣ τ̣ῶν Πετερμ(ούθεως) [ ] ̣ ̣ ̣ (ἄ̣ρ̣.) β  ιϛλο vacat Πετερμ(ούθεως) (ἄρ.) α  ιϛλο, P. Graux 4, S. 66 (nach dem Photo).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #