bleeding edge
 

Vl. κ̣α̣ὶ [ποιοῦντα (oder ἐκτελοῦντα) πάντα τὰ ἐπιτασσόμενα (oder ἐπιταχθησόμενα) αὐτῷ], P. Oslo 3. 141, 11.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #