bleeding edge
 

σκεψάμ[ενος με]τ̣ὰ [τ]ῶ̣ν̣ [π]α[ρό]ν̣[των̣ | [ὑπηγόρ]ε̣υσ̣ε̣ν̣ ἀπόφα[σιν, ἣ κ]αὶ ἀνεγνώσθ[η κα]τὰ̣ λέξ[ιν] ο̣ὕ̣ [τ] ως ἔχουσα· [....] ἐκ τῶν ὠνῶν κτλ. Hunt, P. Oxy. VIII 1102, 5 Anm.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #