bleeding edge
 

στρα(τηγός) → wohl στρα(τηγήσας), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 49 (1982), S. 105., Anm. 31; στρα(τηγός) → wohl στρα(τιώτης), P. van Minnen.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #