bleeding edge
 

ἀπεδευσίαν (l. ἀπαιδευσία) κατεσχυνει[[εν]]εν (l. καταισχύνει, oder καταισχύνειεν <ἄν>?) μὲν τοὺς π[λουσίους, τοῖς]

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #