bleeding edge
 

Πατο̣ύ̣νιω̣ς καὶ Κρονίων Χαιῶτος → Πατοι̣νιως (l. Πατύνιος) Κρονίων Χαιωτως (l. Χεῶτος)

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #