bleeding edge
 

πρ̣άκτ(ορος) | ᾽Ασκληπιάδης → π[ρ]άκ(τορος) ε̣[ἰ]ς̣ | ᾽Ασκληπιάδης (l. ᾽Ασκληπιάδην)

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #