bleeding edge
 

[κώμης Κερκήσ]εω[ς, ἀπὸ γεν]ήματος .. (ἔτους) [῾Αδρι]ανοῦ Κ̣α̣ί̣σα(ρος) τ[οῦ κυρίου .....]... → (3. Hand) [ ].......ος σ̣υ̣ν̣μ̣[ε]μ̣έτρημα<ι> κα̣θ̣[ὼς πρόκ]ει̣τα̣ι

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #