bleeding edge
 

δι(ὰ) κληρ(ονόμου) (B.L. 1, S. 182-183) → δι(άδοχος) κληρ(ονόμος), K. A. Worp bei B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 243-244, Anm. 126.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #