bleeding edge
 

λαχανοσπέρμου νέου κ̣ [αθα] ρ [ο] ῦ̣ ἀ̣δ̣ό̣[λου ἀρτάβας]| δύο μέτρῳ δρόμωιτετραχο̣ι̣[νίκωι κτλ. W., A III 390.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #