bleeding edge
 

ὑφωροῦμε (= ὑφορῶμαι) | [οὖν (?) ε]ἰ̣ μὴ ἄρ[α ἀ]νθρώπινόν | [τι ἔπ]αθεν ἔ[ξω]ι. Διὸ κτλ. W., A III 385.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #